- αλαμπουρνέζικος
- -η, -οεπίρρ. -α (λ. ιταλ.)1. αυτός που λέγεται σε γλώσσα ακατανόητη: Αυτά που λες είναι αλαμπουρνέζικα.2. αλλόκοτος, παράδοξος: Φορούσε κάτι ρούχα αλαμπουρνέζικα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.